δυσφήμηση

δυσφήμηση
Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις δύο ποινές σωρευτικά. Στην περίπτωση που αυτός που δυσφημεί γνωρίζει την αναλήθεια της πληροφορίας που διαδίδει, το αδίκημα αποκαλείται συκοφαντική δ. και τιμωρείται με αυστηρότερες ποινές. O μηνυτής μπορεί να ζητήσει και τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση της απλής δ. η πράξη μένει ατιμώρητη αν αποδειχτεί η αλήθεια του γεγονότος, εκτός αν πρόκειται για γεγονός που αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον και ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα. Δεν αποτελούν αξιόποινη πράξη οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος (π.χ. απολογία κατηγορουμένου), εφόσον δεν περιέχουν στοιχεία εξύβρισης ή συκοφαντικής δ., οπότε τιμωρούνται. Ειδικές διατάξεις είναι αφιερωμένες στη δ. ανώνυμης εταιρείας ή των προσώπων που τη διοικούν καθώς και στην προσβολή της μνήμης νεκρού. Στις περιπτώσεις αυτές, αν ο κατηγορούμενος αποδείξει την αλήθεια του γεγονότος, μένει ατιμώρητος. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975, τιμωρούνται όσοι δυσφημούν το πρόσωπο του προέδρου της δημοκρατίας. Το Σύνταγμα προβλέπει ότι, αν η δ. έγινε στον Τύπο, επιτρέπεται και η κατάσχεση του εντύπου. Είναι μάλιστα υποχρεωτική, στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσίευση ολόκληρης της καταδικαστικής απόφασης μέσα σε οκτώ ημέρες. Γενικότερα, στα νεότερα ελληνικά Συντάγματα λαμβάνεται ειδική πρόνοια για την παρεμπόδιση πράξεων δ. από τον Τύπο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του προέδρου της δημοκρατίας.
* * *
και δυσφήμιση, η
1. το να δυσφημεί κανείς κάποιον, κακόβουλη διάδοση που προσβάλλει την υπόληψη κάποιου, διασυρμός
2. (νομ.) το αδίκημα αυτής τής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσφήμηση — δυσφήμηση, η και δυσφήμιση, η διάδοση κακόβουλης φήμης, διαβολή, συκοφαντία: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι του έκαναν δυσφήμηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσφημήσῃ — δυσφημέω use ill words aor subj mid 2nd sg δυσφημέω use ill words aor subj act 3rd sg δυσφημέω use ill words fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • κακηγορία — κακηγορία, ἡ (AM) [κακηγόρος] κακολογία, κατηγορία, δυσφήμηση αρχ. φρ. «δίκη κακηγορίας» αγωγή για δυσφήμηση, για εξύβριση …   Dictionary of Greek

  • αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ανάβγαλμα — το [*αναβγάλλω] 1. φανέρωμα, εμφάνιση 2. κακό όνομα, δυσφήμηση …   Dictionary of Greek

  • ανάπιασμα — και ανέπιασμα, το 1. έναρξη κάποιου έργου, αρχίνισμα 2. δυσφήμηση, κακολογία 3. ο άξιος κακολογίας, πρόσωπο που κακολογείται, περίγελος τού κόσμου 4. ανάκριση κάποιου για ανακάλυψη τών μυστικών του με πλάγιο τρόπο 5. (για ζώα) ο χρήσιμος για… …   Dictionary of Greek

  • αναγορειά — η [αναγορεύω] κακολογία, διαβολή, δυσφήμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”